- ἕκαλος
- ἕκᾱλος, [dialect] Dor. for ἕκηλος, Pi.O.9.58,1.7(6).41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἕκαλος — ἕκᾱλος , ἕκηλος at rest masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκηλος — ἕκηλος, ον, δωρ. τ. ἕκαλος, ον (Α) 1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος 2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος 3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος 4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος 5. (το ουδ. πληθ. ως … Dictionary of Greek